ἀπεκδύομαι

ἀπεκδύομαι
ἀπεκ-δύομαι, [tense] fut. -δύσομαι [ῡ]: [tense] aor. 1 -εδῡσάμην:—
A strip off oneself: metaph., put off,

τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9

.
II strip off for oneself, despoil, τινά ib.2.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απεκδύομαι — (Α ἀπεκδύομαι) νεοελλ. (της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω αρχ. 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι 2. ρίχνω, πετώ μακριά μου 3. απογυμνώνω, αποστερώ …   Dictionary of Greek

  • προσαπεκδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναπεκδύω — ΜΑ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”